- ἐπικήριος
- ἐπικήριος, ον, = sq., Heraclit. ap. Luc.Vit.Auct.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπικήριον — ἐπικήριος masc/fem acc sg ἐπικήριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκηρος — ἐπίκηρος, ον (AM) και ἐπικήριος, ον (Α) 1. φθαρτός, θνητός 2. (για πράγμ.) αυτός που υπόκειται σε ανάλωση, σε φθορά, σε καταστροφή αρχ. 1. (για φυτά) λεπτός, λεπτοφυής 2. αυτός που επιφέρει κακό αποτέλεσμα, επικίνδυνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek